- χριστά
- χριστόςto be rubbed onneut nom/voc/acc plχριστά̱ , χριστόςto be rubbed onfem nom/voc/acc dualχριστά̱ , χριστόςto be rubbed onfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρίστας — χρίστᾱς , χρίστης white washer masc acc pl χρίστᾱς , χρίστης white washer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστάς — χριστά̱ς , χριστός to be rubbed on fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek